Επειδή τόσο οι καρδιαγγειακές νόσοι όσο και ο καρκίνος αποτελούν πολύ κοινές παθήσεις, ο καρδιολόγος θα αναλάβει τη φροντίδα πολλών ασθενών με καρκίνο ή με ιστορικό καρκίνου. Καθώς κάποιοι από τους παράγοντες κινδύνου είναι κοινοί – όπως η παχυσαρκία, η ορμονοθεραπεία και, κυρίως, το κάπνισμα – οι ασθενείς με στεφανιαία νόσο διατρέχουν επίσης αυξημένο κίνδυνο καρκίνου.
Οι καρδιακές επιπλοκές του καρκίνου, όπως περικαρδιακός επιπωματισμός και το σύνδρομο άνω κοίλης φλέβας, αποτελούν συχνά την πρώτη εκδήλωση μιας νεοπλασίας προχωρημένου σταδίου.
Οι αντικαρκινικές θεραπείες μπορούν να βλάψουν την καρδιακή λειτουργία (μειώνουν το κλάσμα εξώθησης). Οι θύρες ακτινοβολίας που περιλαμβάνουν την καρδιά, κατά την ακτινοθεραπεία για την αντιμετώπιση λεμφώματος ή καρκίνου του πνεύμονα ή του μαστού, μπορούν σε σπάνιες περιπτώσεις να προκαλέσουν όψιμη στεφανιοπάθεια ή συμπιεστική περικαρδίτιδα. Τα ογκολυτικά φάρμακα, κυρίως οι ανθρακυκλίνες, η πακλιταξέλη και η τραστουζουμάβη, αλλά επίσης και η κυκλοφωσφαμίδη, η 5-φθοριοουρακίλη και άλλα, προκαλούν καρδιοτοξικότητα. Από την άλλη πλευρά, οι ασθενείς που δέχονται καρδιακά μοσχεύματα διατρέχουν σημαντικό κίνδυνο να εκδηλώσουν λέμφωμα, καρκίνο των πλακωδών κυττάρων και σάρκωμα Kaposi, πιθανώς λόγω της θεραπείας ανοσοκαταστολής.
Το θλιβερά χαμηλό ποσοστό επιτυχίας της καρδιακής αναζωογόνησης στους ασθενείς με καρκίνο τελικού σταδίου σημαίνει ότι απαιτείται προσεκτικός συντονισμός των τελικών διευθετήσεων εκ μέρους αφενός του ασθενούς και της οικογένειάς του και αφετέρου της καρδιολογικής και της ογκολογικής ομάδας. Ο αυξημένος βαθμός παρατήρησης και η μεγαλύτερη επίγνωση των καρδιαγγειακών επιπλοκών του καρκίνου μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής και την επιβίωση σε πολλούς ασθενείς με ογκολογικές νόσους.
Οι καρδιαγγειακές επιπλοκές είναι πολύ γνωστές στους ογκολόγους, οι οποίοι φροντίζουν έγκαιρα να ελέγχουν τους ασθενείς τους, με ηλεκτροκαρδιογράφημα και υπερηχοκαρδιογράφημα TRIPLEX από τον καρδιολόγο (εκτίμηση του κλάσματος εξώθησης, έλεγχος περικαρδίου), πριν τους υποβάλλουν σε χημειοθεραπεία ή ακτινοβολία.