Από τα τέλη του 1950 ξεκίνησε η εμφύτευση βηματοδότη στον άνθρωπο. Έκτοτε η εξέλιξη των συσκευών ήταν ραγδαία και ιλιγγιώδης, ιδιαίτερα με την ανάπτυξη των microchips. Η εμφύτευση βηματοδοτών και λοιπών συναφών συσκευών (βλ. τίτλο θέματος) γίνεται σε εξειδικευμένα κέντρα από ομάδα ειδικών οι οποίοι έχουν και την επιμέλεια της τακτικής παρακολούθησης της συσκευής στη διάρκεια του χρόνου για την άψογη λειτουργία της και φυσικά την ασφάλεια του ασθενούς.
Ο Μόνιμος Βηματοδότης (PM) ενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρές και απειλητικές για τη ζωή αρρυθμίες. Αυτές χαρακτηρίζονται από παύση της καρδιακής λειτουργίας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 3 δευτερολέπτων (γεγονός που θα πρέπει να τεκμηριώνεται με καταγραφή της αρρυθμίας με ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ) ή με φορητή συσκευή καταγραφής ρυθμού 24ώρου HOLTER), ασθενείς με καρδιακή συχνότητα μικρότερη των 40 παλμών/λεπτό κατά τις περιπατητικές ώρες και βραδυκαρδίες με συνοδό λιποθυμικό επεισόδιο. Μια ιδιαίτερη κατηγορία είναι οι ασθενείς με νευρογενή συγκοπή (πχ. Καρδιογενής συγκοπή, υπερευαισθησία του καρωτιδικού κόλπου).
Οι αυτόματοι εμφυτεύσιμοι απινιδωτές (ICDs) εμφυτεύονται σε ασθενείς που υπέστησαν καρδιακή ανακοπή λόγω κοιλιακής ταχυκαρδίας (VT) ή κοιλιακής μαρμαρυγής (VF), αυτόματης εμμένουσας ή μη κοιλιακής ταχυκαρδίας, συγκοπής αγνώστου αιτιολογίας. Οι συσκευές θεραπείας καρδιακού επανασυγχρονισμού (CRT) εμφυτεύονται σε περιπτώσεις που θέλουμε να βελτιώσουμε την απόδοση της αριστερής κοιλίας και συνεπώς τη βελτίωση των συμπτωμάτων του ασθενούς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (πχ. Ιδιοπαθής διατατική ή ισχαιμική μυοκαρδιοπάθεια.
ΟΔΗΓΙΕΣ για ασθενείς φέροντες PM, ICDs, CRT
Οι ασθενείς που φέρουν μια από τις παραπάνω συσκευές θα πρέπει να τηρούν ορισμένους κανόνες για την άψογη και ασφαλή λειτουργία τους ώστε να διασφαλίζουν τη δική τους επιβίωση και ποιότητα ζωής.
Το πρώτο και σημαντικότερο θέμα που αφορά τους εν λόγω ασθενείς είναι η έκθεσή τους σε πεδίο ηλεκτρομαγνητικής παρεμβολής (EMI). Η EMI ορίζεται ως οποιοδήποτε σήμα βιολογικό ή μη που βρίσκεται μέσα στο φάσμα των συχνοτήτων που ανιχνεύονται από το κύκλωμα αίσθησης του βηματοδότη ή του απινιδωτή. Η ΕΜΙ μπορεί να προκαλέσει μεταβολή της συχνότητας, ανωμαλίες αίσθησης, ασύγχρονη βηματοδότηση, αντιστροφή θορύβου ή επαναπρογραμματισμό, απορύθμιση των προγραμματισμένων παραμέτρων και βλάβη της γεννήτριας παλμών ή της μυοκαρδιακής επιφάνειας επαφής. Τέτοιες πηγές ΕΜΙ είναι: τα μηχανήματα συγκόλλησης βιομηχανικής ισχύος, ορισμένες συσκευές απομαγνητισμού, φούρνοι επαγωγής μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές παρεμβολές στο βηματοδότη ή στον ICD.
Μεγάλο ενδιαφέρον υπάρχει σχετικά με την ΕΜΙ που ενδέχεται να προέρχεται από τα ΚΙΝΗΤΑ ΤΗΛΕΦΩΝΑ και τις αντικλεπτικές συσκευές. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε προτείνουν πως τα κινητά τηλέφωνα που διατίθενται στο εμπόριο είναι ασφαλή για τη συσκευή του ασθενούς εφόσον ακολουθούνται ορισμένες απλές οδηγίες. Ο ασθενής θα πρέπει να αποφεύγει να έχει το «ενεργοποιημένο» κινητό τηλέφωνο άμεσα πάνω από το ICD ή το βηματοδότη, είτε λόγω τυχαίας μετακίνησης του τηλεφώνου σε μια τσέπη του θώρακα πάνω από τη συσκευή.
Οι αντικλεπτικές συσκευές έχουν επίσης δυνατότητα παρεμβολής στο βηματοδότη. Οι πρακτικές προτάσεις είναι οι ασθενείς με βηματοδότη ή ICD να ενημερώνονται για τις ηλεκτρονικές συσκευές παρακολούθησης και να αποφεύγουν να σκύβουν ή να πλησιάζουν σε τέτοιες συσκευές. Αν ο ασθενής περάσει μέσα από τη συσκευή με φυσιολογικό ρυθμό, οι παρενέργειες είναι μάλλον απίθανες. Όποιος ασθενής αισθάνεται κατά οποιονδήποτε τρόπο ασυνήθιστα όταν βρίσκεται κοντά σε συσκευή ηλεκτρονικής παρακολούθησης, θα πρέπει να απομακρύνεται.
Οι νοσοκομειακές πηγές ενδεχόμενα σημαντικής ΕΜΙ είναι ο ηλεκτροκαυτηριασμός, η καρδιομετατροπή, η απινίδωση, η μαγνητική τομογραφία (MRI), η λιθοτριψία, η κατάλυση με υψίσυχνο εναλλασσόμενο ρεύμα, η θεραπεία με ηλεκτροσόκ και η διαθερμία. Το πιο σημαντικό στοιχείο της φροντίδας του βηματοδότη ή της ICD μετά από έκθεση σε οποιαδήποτε από αυτές τις πηγές ΕΜΙ, είναι η επανεκτίμηση της συσκευής για να βεβαιωθούμε πως οι προγραμματισμένες παράμετροι δεν έχουν αλλάξει.
Η MRI θεωρείται ακόμη μια σχετική αντένδειξη σε ασθενείς με βηματοδότη ή ICD λόγω του ενδεχομένου της επαγωγής ταχέων αιμοδυναμικά ασταθών κοιλιακών ρυθμών και της θεωρητικής πιθανότητας θέρμανσης της σπείρας του αγωγού και της θερμικής βλάβης της επιφάνειας επαφής ηλεκτροδίου-μυοκαρδίου. Ορισμένα φάρμακα μπορούν να επηρεάσουν τους ουδούς αίσθησης, τους ουδούς βηματοδότησης και να οδηγήσουν σε ΗΚΓικές ανωμαλίες. Οι ηλεκτρολυτικές και μεταβολικές διαταραχές μπορούν επίσης να επηρεάσουν τους ουδούς αίσθησης και βηματοδότησης. Η υπερκαλιαιμία είναι η πιο συνήθης ηλεκτρολυτική διαταραχή που προκαλεί κλινικά σημαντικά προβλήματα, αλλά η σοβαρή οξέωση ή αλκάλωση, η υπερκαπνία, η σοβαρή υπογλυκαιμία, η υποξαιμία και υποθυρεοειδισμός μπορούν επίσης να μεταβάλουν τους ουδούς.